ζήτουλας

ζήτουλας
ο
ζητιάνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζήτουλας — ο ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)] …   Dictionary of Greek

  • ζητουλεύω — [ζήτουλας] ζητιανεύω …   Dictionary of Greek

  • επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών …   Dictionary of Greek

  • ζητουλάρης — ο, θηλ. ζητουλάρισσα [ζήτουλας] ο ζητιάνος …   Dictionary of Greek

  • ζητουλιά — η [ζήτουλας] η ζητιανιά …   Dictionary of Greek

  • ζητουλιάρης — ο (συν. πληθ. ζητουλιαραίοι) ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτουλας + κατάλ. ιάρης, (πρβλ. γκριν ιάρης, παραπον ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] …   Dictionary of Greek

  • προσαιτητής — ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ] προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Γαλάτεια — (Καβάλα 1930 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός στις σχολές γενικών σπουδών Δαμασκός και δημοσιογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1954 με διηγήματά της που περιέχονται στο συλλογικό έργο Κόκκινη κλωστή δεμένη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”